- βασκαντήρα
- η και βασκαντήρι, το [βασκαίνω]1. φυλαχτό κατά της βασκανίας2. ονομασία διαφόρων φυτών, βάλσαμο κ.λπ., που θεωρούνται ότι προστατεύουν από τη βασκανία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βασκαντήρα — βασκαντήρα, η και βασκαντούρα, η το φυλαχτό: Έχω βάλει στο παιδί μου βασκαντούρα για το κακό το μάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιδιάβασμα — το, Ν [περιδιαβάζω] 1. περιδιάβαση 2. βιολ. το φυτό πύρεθρο το παρθένιο, κν. βασκαντήρα, παρθενούδι, βάρτσαμος … Dictionary of Greek